- αἱμοβαρής
- αἱμο-βᾰρής, ές,A heavy with blood, Opp.H.2.603.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἱμοβαρῆ — αἱμοβαρής heavy with blood neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἱμοβαρής heavy with blood masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἱμοβαρής heavy with blood masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek